- οὐλοκέφαλος
- οὐλο-κέφᾰλος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουλοκέφαλος — οὐλοκέφαλος, ον (Α) ουλοκάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κεφαλή] … Dictionary of Greek
οὐλοκέφαλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκέφαλον — οὐλοκέφαλος masc/fem acc sg οὐλοκέφαλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκεφάλους — οὐλοκέφαλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek